κατάπλεως

κατάπλεως
κατάπλεω̆ς , κατάπλεος
quite full
adverbial
κατάπλεω̆ς , κατάπλεος
quite full
masc/fem nom pl
κατάπλεω̆ς , κατάπλεος
quite full
masc/fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατάπλεως — κατάπλεως, ων (Α) (αττ. τ.) βλ. κατάπλεος …   Dictionary of Greek

  • κατάπλεος — κατάπλεος, ον και αττ. τ. κατάπλεως, ων (Α) 1. εντελώς γεμάτος από κάτι 2. γεμάτος ρύπους, ρυπαρός, κατασπιλωμένος («γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πλεος / πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. εκ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”